- ομονοητικως
- ὁμονοητικῶςὁμο-νοητικῶςво взаимном согласии, единодушно
(διακεῖσθαι или ἔχειν Plat.; λέγειν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(διακεῖσθαι или ἔχειν Plat.; λέγειν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὁμονοητικῶς — ὁμονοητικός conducing to agreement adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομονοητικός — ὁμονοητικός, ή, όν (Α) [ομονοώ] 1. αυτός που συντελεί στην ομόνοια, αυτός που επιφέρει αρμονία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμονοητικόν ομόνοια, αρμονία, σύμπνοια. επίρρ... ὁμονοητικῶς (Α) 1. με τρόπο που συμβάλλει στην ομόνοια, που επιφέρει σύμπνοια… … Dictionary of Greek